γεφυρουργία

γεφυρουργία
γεφῡρ-ουργία, ,
A bridge-making, Tz.H.1.931.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γεφυρουργία — γεφυρουργία, η (Μ) η κατασκευή γεφυρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέφυρα + ουργία < ουργός < έργον] …   Dictionary of Greek

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”